- ποππυσμός
- ὁ, ΜΑ [ποππύζω]συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.)αρχ.έπαινος, επευφημία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποππυσμός — poppysmus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμοῖς — ποππυσμός poppysmus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμοί — ποππυσμός poppysmus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμοῦ — ποππυσμός poppysmus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμῶν — ποππυσμός poppysmus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμῷ — ποππυσμός poppysmus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμόν — ποππυσμός poppysmus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)